ελεημονώ

ελεημονώ
(Μ ἐλεημονῶ, -έω)
1. σπλαχνίζομαι, λυπάμαι κάποιον
2. βοηθώ κάνοντας ελεημοσύνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλεημόνητος — η, ο [ελεημονώ] αυτός που δεν τόν ελεημόνησαν, ή δεν είναι άξιος ελεημοσύνης επίρρ. αλεημόνητα χωρίς ελεημοσύνη, αλλά και χωρίς έλεος, άσπλαχνα, σκληρά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”